καὶ μᾶς ἔφερε στὸν ἔρημον τῆς Αἴτνης βράχον εἰς τὴν ἀγρίαν ἐκείνην παραλίαν, μέσα σ' ἔρημα σπήλαια Καὶ ἕνας ἀπ' αὐτοὺς ὀνόματι Πολύφημος μᾶς ἔπιασεν σκλάβους του καὶ ἔτσι παρ' ὅλην τὴν χαρὰν (μελωδία καὶ τοῦ Βάκχου τὰ παιγνίδια, τὸν γλυκὺν χορὸν καὶ τὴν φυλάττομεν τοῦ ἀνόμου αὐτοῦ γίγαντος τὰ πλανώμενα κοπάδια. Τὰ παιδιά μου ἀλήθεια, πέρα σταῖς ἄκραις τῶν βουνῶν, κι' αὐτὰ παιδάκια, τα προβατάκια βόσκουν ἀλλ' ἐγώ, μένω ἐδῶ τοὺς κάδους νὰ γεμίζω ἢ τὸ σκληρὸν νὰ σαρώνω πάτωμα ἢ νὰ ἐπιστατῶ εἰς τὰ ἀνόσια καὶ ἀπαίσια φαγητά τοῦ αἱμοβόρου Κύκλωπος, δὲν ἀντέχω πλέον! Καὶ τώρα πρέπει νὰ σαρώσω τ' ἀνάποδο αὐτὸ πάτωμα μ' αὐτὴν τὴν μεγάλην σιδηρᾶν διχάλην, διὰ νὰ ὑποδεχθῶ τὸν ἀπόντα κύριον μου καὶ τὰ ἑσπερινά του πρόβατα σὲ μιὰ σπηλῃὰ κομψή και καθαρή. Και τώρα βλέπω τὰ παιδιά μου τά ποίμνια νά ὁδηγοῦν πρὸς τὰ ἐδῶ. Α! Τὶ εἶν ̓ αὐτὰ; παιδιά μου, τὸν ἴδιον ἔχετε σκοπὸν ἀκόμη καὶ τώρα, ὅπως τότε ὅταν μὲ χοροὺς καὶ τραγούδια συνωδεύατε τὸν νέον Βάκχον εἰς τῆς ̓Αλθαίας τὸ σπίτι; ΧΟΡΟΣ ΣΑΤΥΡΩΝ Ποῦ ὁ θειογενὴς ἐκεῖνος Στροφή. ἔχει πλανηθῇ στοὺς ἀνωμάλους βράχους; Ἐδῶ τὸ χόρτον εἶναι γλυκὺ καὶ μαλακὸ Neither here, nor on the dew of the lawny uplands feeding? Oh, you come !-a stone at you Will I throw to mend your breeding.- Epode An Iacchic melody To the golden Aphrodite Seeking her and her delight With the Maenads, whose white feet To the one-eyed Cyclops, we, In these wretched goat-skins clad, Far from thy delights and thee. Silenus Be silent, sons; command the slaves to drive The gathered flocks into the rock-roofed cave. Chorus Go!But what needs this serious haste, O father? Silenus I see a Grecian vessel on the coast, And thence the rowers with some general Δὲν εἶναι οὔτε ἐδῶ, οὔτε ἐπί τῆς δρόσου Θὰ σοῦ ρίψω γιὰ νὰ σοῦ δείξω πῶς φέρονται. Μία βακχικὴ μελωδία στὴν ξανθὴν ̓Αφροδίτη Επωδή. θέλω ν' ἀρχίσω, ὅπως πρῶτα ποῦ αὐτὴν ζητοῦσα καὶ ταῖς χαραῖς της, ποῦ τάχα νὰ τινάζῃς τὰ ὁλόξανθα μαλλιά σου, Τον μονόφθαλμον Κύκλωπα, ἡμεῖς, οἱ ὁποῖοι δικαίως, δικοί σου ὑπηρέται εἴμεθα, ὑπηρετοῦμεν ἐν ἀθλιότητι φοροῦντες αὐτὰ τὰ ἐλεεινὰ τοῦ τράγου δέρματα μακρὰν ἀπὸ ταῖς χαραῖς καὶ ἀπὸ σέ. Σιληνός Σιωπήσατε παιδιὰ καὶ διατάξετε τοὺς δούλους νὰ ὁδηγήσουν τὰ μαζευθέντα ποίμνια μέσα εἰς τὸ βραχόστεγον σπήλαιον. Χορός Πηγαίνετε! ̓Αλλὰ τὶς ἡ ἀνάγκη τόσης μεγάλης βίας, πατέρα Σιληνός Βλέπω ἕνα Ελληνικό καράβι κατὰ τὸ ἀκρογιάλι ὡς καὶ τοὺς κωπηλάτας του μὲ ἕνα ἀρχηγόν, νὰ πλησιάζουν εἰς αὐτὸ τὸ σπήλαιον. Περὶ τοὺς λαιμούς κρέμανται κενά δοχεῖα, ὡς ἐὰν τροφὴν νὰ θέλουν (των Hang empty vessels, as they wanted food, My master is, approaching in ill hour The inhospitable roof of Polypheme, (who And the Cyclopian jaw-bone, man-destroying? Friends, can you show me some clear waterspring Silenus Hail thou, O Stranger! tell thy country and thy race. Ulysses The Ithacan Ulysses and the king Of Cephalonia. Silenus Oh! I know the man, Wordy and shrewd, the son of Sisyphus. Ulysses I am the same, but do not rail upon me. Silenus Whence sailing do you come to Sicily? Ulysses From Ilion and from the Trojan toils. Silenus How, touched you not at your paternal shore? ἀκόμη καὶ ἀσκιά. Ὤ! δυστυχεῖς ξένοι! Πόθεν ἔρχονται αὐτοὶ καὶ δὲν ξεύρουν τὶ καὶ ποῖος εἶναι ὁ ἀφέντης μου, σὲ καλὴν ὥραν ἔρχονται εἰς τὴν ἀφιλόξενον στέγην τοῦ Πολυφήμου νὰ πέσουν εἰς τὰ Κυκλώπεια δόντια, τοῦ ἀνθρωποφάγου. Σιωπή, Σάτυροι, γιὰ νὰ ἐρωτήσω καὶ νὰ μάθω ἀπὸ ποῦ ἐρχόμενοι ἔφθασαν εἰς τῆς Αἴτνης τὸν λόφον. Οδυσσεύς Φίλοι, μπορεῖτε νὰ μᾶς δείξητε καμμιὰ καθαρά πηγὴ γιὰ νὰ σβύσωμεν τὴν δίψαν μας; Θὰ δώσῃ κανεὶς σ' ἐμᾶς τοὺς ναυαγούς λίγην τροφήν, ποῦ δὲν έχομεν; ̓Αλλὰ τὶ βλέπω; Φαίνεται νὰ ἐφθάσαμεν σὲ τόπο που λατρεύει τον Βάκχον. Βλέπω τὴν εὔθυμον ὁμάδα τῶν Σατύρων στὸ σπήλαιον κοντά. Κ' ἐν πρώτοις χαιρετῶ τὸν γεροντότερον. Χαῖρε. Σιληνός Χαῖρε καί σύ, ὦ ξένε, τὴν χώραν σου εἰπὲ καὶ τὴν φυλήν σου. Εἶμαι ἐγὼ ὁ ἴδιος, ἀλλὰ μὴ μὲ βρίζεις. Σιληνός Καὶ πόθεν πλέων εἰς τὴν Σικελίαν ἔφθασες; Οδυσσεύς ̓Απὸ τὸ Ἴλιον, καὶ ἀπ' τῆς Τροίας τὰ βάσανα. Σιληνός Καὶ πῶς δὲν προσήγγισες εἰς τῆς πατρίδος σου τὰς ἀκτάς: |