καύθις τροπαίαν προσγελά μ' όναρ πνέον: ο παίς γαρ εξήνδρωτο' γης δ' άνημέρου επιστροφές κατείχεν ηλιοστιβείς, ευώπα δ' εξέπινεν ηλίου βίαν μέλας μεν αμφεχείτο βάρβαρος λεώς, έπασχε δ' έσθ' ο καυτός είχε δ' ολόφρων θαλασσόπλαγκτον καπί ρηγμίνος πλάνην. ενταύθ' επιρρεί πυκνά μεν πλημμυρίδος DOS came Crowded like waves upon me, but he was na aro LORD BYRON. αρέστατο kal τρόποισι φάσμαθ', δεκείνος ου προσήν, όσ' είδον, ουδ' έν' και τα μεν παρώχετο: ο δ' ουδεν ήδη πυρ μεσημβρινόν φυγών, κλιθείς έν άγαις κιόνων, ερειπίοις τοίχων σκιασθείς: ού παρεστάτουν λέχει νομάδες κάμηλοι, και τι προς κρήνη τέλος εύπωλον ην σειραίον ειμένος δέ τις στολμούς ποδήρεις σταθ' ημεροσκόπος, εν φυλέταις άυπνος είς κοιμωμένους τοϊς δ' ήν κατασκήνωμα λαμπρόν αιθέρος, άχραντον, ευπρόσωπον, ευαγές γελών ώστ' άλλο μηδέν πλήν το θείον έμπρέπειν. ις αυπνος DETT ELV. HYMN ON THE MORNING OF CHRIST'S NATIVITY. ivel ne man It was the winter wild, All meanly wrapped in the rude manger lies : With her great Master so to sympathize : It was no season then for her To wanton with the sun, her lusty paramour. as no seaso |